- υηνώ
- και συηνῶ, -έω, Α [ὕηνος]ζω ή συμπεριφέρομαι σαν γουρούνι, είμαι πολύ ανόητος, αμαθής και κτηνώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συηνώ — έω, Α βλ. ὑηνῶ … Dictionary of Greek
υϊκός — και ὑεικός, ή, όν, Α [ὗς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χοίρους, γουρουνήσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑϊκή φόρος που επιβαλλόταν στους κατόχους χοίρων 3. φρ. α) «πάσχω τι ὑϊκόν» υφίσταμαι κάτι το χυδαίο, το ποταπό (Ξεν.) β) «ὑεικόν τι… … Dictionary of Greek